- αντισύλληψη
- ηVerhütung f [von Schwangerschaft]
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
καπότα — η 1. η κάπα 2. είδος μικρού γυναικείου καπέλου 3. θύλακας από λεπτό ελαστικό που χρησιμοποιείται από τους άνδρες κατά τη συνουσία για αντισύλληψη, ανδρικό προφυλακτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cappotta. Με την τελευταία σημ. < γαλλ. capote] … Dictionary of Greek